- καλοψυχία
- και καλοψυχιά, η (Μ καλοψυχία) [καλόψυχος]η ιδιότητα τού καλόψυχου*, το να έχει κάποιος καλή ψυχή, καλή καρδιά, ευγενικά και φιλάνθρωπα αισθήματα, η καλοκαγαθία, η αγαθότηταμσν.καλή ψυχική διάθεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.